κόβαρος

κόβαρος
κόβαρος· ἄνθρωπος, Hsch. [full] κόβειρος, ,
A jester, Id.: Adj., in pl., κόβειρα· γελοῖα, Id. [full] κοβελίσκον· τρύβλιον, Id. [full] κόγκαλος· κονιορτός, Id. (leg. κονίσαλος). [full] κόγξ, onomatop., sound made by the voting-pebble as it fell into the urn, Id. [full] κογχαλίζω, of shells, murmur, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόβαρος — κόβαρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) όνος …   Dictionary of Greek

  • κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά …   Dictionary of Greek

  • κουβαρίς — κουβαρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”